-
1 ἐπίσχω
A hold or direct towards,ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους Il.17.465
; νῶϊν against us, Hes.Sc. 350 ; [ σελάννα]φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ' ἀλμύραν Sapph.Supp.25.9
.II restrain, keep in check,ἔπισχε μένος Hes.Sc. 446
; τόδε γε [ τὸ δέος]οὐδὲν ἐπίσχει Th.3.45
, cf. Pl.Lg. 932e, Phlb. 45d; obstruction,Arist.
Cael. 311a9: c. gen.,ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.266
;τινὰ τοῦ θράσους Pl.Hp.Ma. 298a
:—[voice] Med., girding up,h.Cer.
176 ; (dub.):—[voice] Pass., to be stopped,ἐπίσχεται τὸ τῆς κοιλίας Thphr.Sud.20
.2 c. gen., cease from,τοῦ γράφειν Pl.Phdr. 257c
, cf. Prm. 152b.
См. также в других словарях:
επίσχω — ἐπίσχω, άλλος τ. τού ἐπέχω (Α) 1. κρατώ κάτι, τό διευθύνω, τό κατευθύνω κάπου ή εναντίον κάποιου («ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. κρατώ στραμμένο, ρίχνω κάτι σε μια κατεύθυνση («[σελάννα] φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ’… … Dictionary of Greek